ὑπερβάς

ὑπερβάς
ὑπερβά̱ς , ὑπερβαίνω
step over
aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • υπερβαίνω — ὑπερβαίνω ΝΜΑ 1. περνώ πάνω από όρος, ποταμό, τείχος ή άλλο εμπόδιο (α. «υπερβαίνουν το όρος» β. «τέγος ὡς τοὺς γείτονας ὑπερβαίνοι», Δημοσθ. γ. «δόμους ὑπερβαίνουσα», Ευρ. δ. «τεῑχος ὑπερβαίνειν», Ομ. Ιλ.) 2. φτάνω πέρα από ένα χρονικό σημείο (α …   Dictionary of Greek

  • υπερβασία — η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α [ὑπερβατός] η καθ ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου μσν. αρχ. (στους Εβραίους) η γιορτή τού Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”